- ημίδουλος
- ἡμίδουλος, -ον (Α)ο κατά το ήμισυ δούλος, ο σχεδόν δούλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμίδουλος — half slave masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίδουλον — ἡμίδουλος half slave masc/fem acc sg ἡμίδουλος half slave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιδούλοις — ἡμίδουλος half slave masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιδούλους — ἡμίδουλος half slave masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιδούλων — ἡμίδουλος half slave masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημισύδουλος — ἡμισύδουλος, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ δούλος, ημίδουλος … Dictionary of Greek